- διφρηλασία
- διφρηλᾰσία1 chariot driving
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας O. 3.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας O. 3.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διφρηλασία — διφρηλασία, η (AM) οδήγηση δίφρου, άρματος … Dictionary of Greek
διφρηλασίας — διφρηλασίᾱς , διφρηλασία chariotdriving fem acc pl διφρηλασίᾱς , διφρηλασία chariotdriving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρηλασίαν — διφρηλασίᾱν , διφρηλασία chariotdriving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρηλασίαις — διφρηλασία chariotdriving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφρεία — διφρεία, η (AM) [διφρεύω] διφρηλασία, οδήγηση άρματος … Dictionary of Greek